λιλιώδη

λιλιώδη
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliales < νεολατ. liliales < lilium + λατ. κατάλ. -ales. Η λ. κατά τη μεταφορά της έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ώδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • λιλιίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliaceae < νεολατ. liliaceae (< lilium + λατ. κατάλ. aceus). Ο τ. κατά τη μεταφορά του έλαβε την …   Dictionary of Greek

  • ουργινέα — (ourginea). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των λειριιδών. Αριθμεί περίπου 75 είδη και ευδοκιμεί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τα φυτά αυτά είναι πόες βολβόριζες, με φύλλα παράρριζα, συνήθως στενά, γραμμοειδή, και άλλοτε πλατιά,… …   Dictionary of Greek

  • πάρις — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες ή λειριίδες και περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά με έρπον ρίζωμα που είναι ιθαγενή τής Ευρώπης και τής εύκρατης Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (herb) paris …   Dictionary of Greek

  • πολυγόνατος — ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν) βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες αρχ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ποντεδερία — και ποντεδέρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη και περιλαμβάνει πέντε είδη πολυετών υδρόβιων ριζωματωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών ελωδών περιοχών τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pontederia από το …   Dictionary of Greek

  • σανσεβιέρα — ή σανσεβιέρια ή σανσεβερινία, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγαυίδες τής τάξης λιλιώδη, με 60 περίπου είδη που απαντούν στην Ασία και στην Αφρική, μερικά από τα οποία περιέχουν στα φύλλα τους ανθεκτικές… …   Dictionary of Greek

  • σκίλλα — I (scilla). Γένος της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιδών (μονοκοτυλήδονα), που περιλαμβάνει πολυάριθμα καλλωπιστικά είδη. Κοινό είδος σε αμμώδεις και πετρώδεις παραθαλάσσιες θέσεις παντού στην Ελλάδα και γενικά στις ακτές της Μεσογείου είναι η σ …   Dictionary of Greek

  • σμίλαξ — (I) η / σμῑλαξ, ίλακος, ΝΑ γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • σμιλακίνα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. smilacina (< σμῖλαξ, ίλακος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”